κάνουλα — η (λ. λατ.), ξύλινος ή μετάλλινος σωλήνας με στρόφαλο που ρυθμίζει την εκροή υγρού: Όταν γεμίσεις την κανάτα κρασί, να κλείσεις καλά την κάνουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην … Dictionary of Greek
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
μπουρμάς — ο 1. κρουνός, κάνουλα 2. υβριστικός χαρακτηρισμός από τους Τούρκους στην Κρήτη για τους χριστιανούς εξωμότες, επειδή είχαν στριμμένα μουστάκια παρά την τουρκική συνήθεια 3. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. burma < burmak «στρίβω»] … Dictionary of Greek
μπουτσουνάρι — το κρουνός, κάνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. διαλ. τ. buzzunara «μεγάλη φιάλη»] … Dictionary of Greek
πουτσουνάρι — το, Ν 1. μπουτσουνάρι, κρουνός, κάνουλα 2. πικρό πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. διαλ. τ. buzzanara «μεγάλη φιάλη»] … Dictionary of Greek
ρουμπινές — και ρομπινές, ο, Ν η στρόφιγγα, η κάνουλα βρύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. robinet < μσν. robin «πρόβατο», λόγω τού ότι οι πρώτες κάνουλες είχαν συχνά τη μορφή κεφαλής προβάτου] … Dictionary of Greek
στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται … Dictionary of Greek
ρουμπινές — ο (λ. γαλλ.), στρόφιγγα, κάνουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)